- πολύκωμος
- (I)-ον Α1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό-κωμος].————————(II)-ον, Μ(για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες, πολλά χωριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κωμος (< κώμη «χωριό, συνοικία»), πρβλ. τρί-κωμος].
Dictionary of Greek. 2013.